Translate

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Μάνος Χατζιδάκις


Ο Εμμανουήλ (Μάνος) Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη και πέθανε στις 15 Ιουνίου 1994 στην Αθήνα (η ταφή του έγινε στην Παιανία). Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.

Η οικογένεια του Χατζιδάκι:

Ο Μάνος, με τη μητέρα του Αλίκη 
και την αδερφή του Μιράντα. 
Ο πατέρας του  ήταν ο Γεώργιος Χατζιδάκις, δικηγόρος από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, και η μητέρα του η Αλίκη Αρβανιτίδου. Το 1932, οι γονείς του χωρίζουν και  ο Χατζιδάκις, εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα και την αδερφή του, Μιράντα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια και αναγκάζει τον Χατζιδάκι να εργαστεί από αρκετά νεαρή ηλικία.




Τα πρώτα βήματα του Χατζιδάκι στη μουσική:
 Ο Χατζιδάκις άρχισε μαθήματα πιάνου από τα τέσσερά του χρόνια. Δασκάλα του ήταν η Αλτουνιάν, γνωστή μουσικός της Ξάνθης αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα,  διδάσκεται βιολί και ακορντεόν.


Η περίοδος της κατοχής:

Την περίοδο 1940-1943, ο Χατζιδάκις, παρακολουθεί ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής, με το Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως ποτέ δε θα ολοκληρώσει. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος. Ταυτόχρονα, εργάζεται ως παγοπώλης στο εργοστάσιο της Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και ως βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ.


Περίοδος 1945 - 1966:
Ο Χατζιδάκης κρατώντας το Όσκαρ
που του απένειμαν (1961). 
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον αποτρέψει. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά. Το 1946 καταγράφεται και η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» και στα επόμενα χρόνια συνθέτει μουσική για πολλές ελληνικές ή ξένες ταινίες. Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια υποστηρικτική διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.                             
                                                                                                                                                                         
                                                                                                  Τα παιδιά του Πειραιά (Μελίνα Μερκούρη)

Παράλληλα με το Ελληνικό Χορόδραμα, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις Χοηφόρες (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, μεταξύ των οποίων η «Μήδεια» (1959), ο «Κύκλωπας» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Την ίδια εποχή, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία Ιπποκράτης. Ειδικά για τη μουσική της ταινίας «Το ποτάμι» (1959) κερδίζει το μουσικό βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Στα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, γράφοντας μουσική για σημαντικές παραστάσεις, σε έργα όπως «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»(1952), «Βασιλιάς Ληρ»(1957), «Οθέλλος»(1958) και «Δόνα Ροζίτα»(1959). Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.                                                            
                        Οδός Ονείρων     
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της. Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμα η παράσταση «Οδός Ονείρων» (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.

Την περίοδο 1963-1966 διευθύνει την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών» – της οποίας είναι και ιδρυτής -- και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών.


Περίοδος 1967 – 1971:
Ο Μ.Χατζιδάκης με τη
 Μελίνα Μερκούρη.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται τις ΗΠΑ, προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Κατά την παραμονή του στην Αμερική  (1966-1972) έρχεται σε επαφή με την pοp και rοck αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble. Παράλληλα ξεκινά τη σύνθεση λιμπρέτων για τρία μουσικά έργα (Μεταμορφώσεις, Όπερα για Πέντε, Ντελικανής) ενώ ηχογραφεί και το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του.


Περίοδος 1972 – 1989:
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.. Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού.

Μετά τη μεταπολίτευση, διετέλεσε «Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής» της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977, ενώ την περίοδο 1975 -1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς. Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει και τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981-1982 διοργανώνει επίσης τους «Μουσικούς Αγώνες» στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες. Αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του στην έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού: «Το Τέταρτο» (1985-1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Παράλληλα, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Αυτή τη δεκαετία συνεργάζεται με τη Μαρία Φαραντούρη σε τρεις δίσκους του «Η εποχή της Μελισάνθης» (1980), «Τα Παράλογα» (1976), «Σκοτεινή Μητέρα»(1986) και στη «Ρωμαϊκή Αγορά»(1986) .


Περίοδος 1990 – 1994:
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει επίσης τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».

Ο Χατζιδάκις έγραψε μουσική για δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων και για τα φιλμ: Κάλπικη Λίρα (1954), Στέλλα(1955), Ο Δράκος (1956), Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο(1959), Μανταλένα(1960),  Αμέρικα-Αμέρικα(1962),  Χτυποκάρδια στο θρανίο(1963), Sweet Movie(1974), Ήσυχες μέρες του Αυγούστου(1992).


 Το μουσικό έργο του Χατζιδάκι:

Ο Χατζιδάκις σφράγισε με το έργο του τη μεταπολεμική ελληνική μουσική πραγματικότητα. Πέρα από τις μεγάλες επιτυχίες που έγραψε για το θέατρο και τον εμπορικό κινηματογράφο, πραγματοποίησε ένα μοναδικό και υποδειγματικό  συγκερασμό τεχνοτροπιών, με ελληνικό και συγχρόνως διεθνές και υπερεθνικό χαρακτήρα.




ΠΗΓΕΣ:
www.sansimera.gr (Tελευταία επίσκεψη 15/2/2012)
Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ Α.Ε.,2002-2005,Τόμος 30, σελ.501-502
http://www.wikipedia.org/ (Τελευταία επίσκεψη 20/2/2012)                                                                                                                            

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ludwig Van Beethoven


O Ludwig Van Beethoven, γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1770 στη Βόννη, και πέθανε στις 26 Μαρτίου 1827 στη Βιέννη. Ήταν Γερμανός συνθέτης και κληροδότησε στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο μουσικό έργο.


Η οικογένεια του Beethoven:
Ο πατέρας του Beethoven.
Καταγόταν από μουσική οικογένεια, αν και κανένας από τους προγόνους του δεν διακρίθηκε στη σύνθεση. Ο παππούς του ήταν φλαμανδικής καταγωγής και διευθυντής χορωδίας στην Αυλή του Πρίγκηπα Εκλέκτορα της Κολωνίας στη Βόννη. Ο πατέρας του, Johann van Beethoven, εργάστηκε ως επαγγελματίας τενόρος στην ίδια χορωδία ενώ παρέδιδε και μαθήματα πιάνου και τραγουδιού. Παράλληλα αποτέλεσε τον πρώτο δάσκαλο μουσικής του Ludwig, ωστόσο η σχέση τους ήταν μάλλον κακή, καθώς ο πατέρας του τον καταπίεζε διαρκώς και προσπαθούσε να τον εκμεταλλευτεί παρουσιάζοντας τον ως παιδί θαύμα, όπως ήταν ο Mozart. Αργότερα, ο Christian Neefe ανέλαβε το έργο της μουσικής του εκπαίδευσης.



Τα πρώτα βήματα του Beethoven στη μουσική:

Ο Beethoven σε νεαρή ηλικία.
Σε ηλικία 12 ετών δημοσιεύτηκε η πρώτη του σύνθεση και ο Neefe δήλωσε πως επρόκειτο για το νέο Mozart. Ο Beethoven συνέχισε να συνθέτει έργα ενώ συγχρόνως άρχισε να εργάζεται ως οργανίστας στην Αυλή. Το 1787 μια ξαφνική αρρώστια της μητέρας του, στερεί τη δυνατότητα από τον νεαρό Beethoven να μεταβεί στη Βιέννη προκειμένου να κάνει μαθήματα με τον Mozart. Λίγο αργότερα όμως, το 1792, ο  Joseph Haydn, κανόνισε να πάει τελικά στη Βιέννη για να σπουδάσει μαζί του. Η εκπαίδευση του στο πλευρό του Haydn διήρκησε συνολικά δύο χρόνια. Επιπλέον σπούδασε αντίστιξη για ένα χρόνο με τον Johann Georg Allbrehtsberger και φωνητική σύνθεση με τον Antonio Salieri. Σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται η αξία του, αρχικά ως πιανίστα αλλά αργότερα και ως συνθέτη. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συνθετών της εποχής, ο Beethoven δεν ανήκε στην Αυλή ούτε εργάστηκε για την εκκλησία, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία του ως συνθέτης. Κατόρθωνε να συντηρείται είτε με έσοδα από τις δημόσιες συναυλίες του είτε παράγοντας και έργα κατά παραγγελία. Την πρώτη δημιουργική του περίοδο κατάφερε να καθιερωθεί στη Βιέννη χάρη στην σημαντική υποστήριξη του αριστοκρατικού κύκλου της Αυστρίας, της Βοημίας και της Ουγγαρίας.


Η κώφωση  και ο θάνατος του Beethoven:


Η πρώτη σελίδα της Διαθήκης Heiligenstadt του Beethoven.
Ένα από τα σημαντικότερα και το πιο τραγικό γεγονός της ζωής του Beethoven αποτέλεσε η κώφωση του. Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών, το 1796 (κατά άλλους αρχίζει λίγα χρόνια αργότερα) και, περίπου το 1820, θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Beethoven, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Παρά την απώλεια της ακοής του, έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η υγεία του Beethoven ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατο του τον επόμενο χρόνο. Στην κηδεία του Beethoven που έγινε στις 29 Μαρτίου ο Franz Schubert ήταν ένας από τους 36 λαμπαδηφόρους.




Ο χαρακτήρας και η εμφάνιση του Beethoven:


Kαρικατούρα του Beethoven.

Ο Beethoven ήταν μικρόσωμος, με σκούρα γκρίζα μαλλιά, πάντα παχιά και ατίθασα ενώ το δέρμα του ήταν βλογιοκομμένο. Σπάνια φρόντιζε την εμφάνισή του, αφού κυκλοφορούσε στους δρόμους της Βιέννης, με τα μαλλιά να ξεφεύγουν κάτω από το καπέλο του και τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως την προσωποποίηση της εκκεντρικότητας. Από τη φύση του, ο Μπετόβεν ήταν ανυπόμονος, παρορμητικός, παράλογος και καθόλου ανεκτικός. Στην κώφωση προστέθηκαν η καχυποψία και η παράνοια. Έτσι, συχνά με την παραμικρή αφορμή, νευρίαζε, κατηγορούσε και απέρριπτε του πιστούς του φίλους, για απιστία ή συνωμοσίες, λέγοντας ότι ήταν ανάξιοι της φιλίας του. Την επόμενη όμως μέρα, τους έγραφε μια επιστολή, λέγοντάς τους πόσο ευγενείς και καλοί ήταν και ότι τον είχαν παρεξηγήσει.


Το μουσικό έργο του Beethoven:

Ο Beethoven αποτέλεσε μία από τις κεντρικότερες μορφές της κλασικής μουσικής και συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων των μουσικών περιόδων και τους πλέον γνωστούς όλων των εποχών. Οι συμφωνίες και τα κοντσέρτα για πιάνο που συνέθεσε αποτελούν τα πιο δημοφιλή έργα του. Από πολλούς αναγνωρίζεται ως μια από τις μουσικές ιδιοφυίες, παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης για όλους τους μεταγενέστερους συνθέτες.

Χειρόγραφη παρτιτούρα (Σονάτα αρ. 109).
Ο Beethoven αν και ανήκει περισσότερο στην κλασική περίοδο, συνδέθηκε με το κίνημα του ρομαντισμού. Το έργο του διακρίνεται κυρίως σε τρεις χρονικές περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από τις πρώτες δημιουργίες του μέχρι το 1802 που δημιουργεί τελικά ένα προσωπικό ύφος. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί περίπου μέχρι το 1816 και ο Beethoven είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος συνθέτης, ενώ η περίοδος που διακρίνεται από την παρουσία του ρομαντικού στοιχείου στις συνθέσεις του είναι η τελευταία.

1.    Πρώτη περίοδος

                                                                                                             Sonata "Pathetique"
                                                                                                      Op. 13 - III. Rondo. Allegro
Τις πρώτες σονάτες που συνέθεσε, ο Beethoven τις αφιέρωσε στον Haydn, που αποτέλεσε και τον σημαντικότερο δάσκαλό του. Οι σονάτες αυτές χαρακτηρίζονται και από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Haydn. Η σημαντικότερη ίσως από αυτές είναι η "Παθητική" (op. 13). Άλλες εμφανείς επιδράσεις είναι ο Mozart, ο Muzio Clementi και ο Jan Dussek. Τον Απρίλιο του 1800 ο Beethoven παρουσίασε την 1η Συμφωνία και δύο χρόνια αργότερα την 2η Συμφωνία. Η πρώτη ακολουθεί περισσότερο τα κλασικά πρότυπα, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από περισσότερες καινοτομίες, κυρίως ως προς τη δομή της. Τα πρώτα έργα του Beethoven διακρίνονται γενικά από συχνές εναλλαγές στη δυναμική και έντονες αντιθέσεις ή εξάρσεις. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν επιπλέον τα έξι πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων (op. 18) και τα δύο πρώτα κοντσέρτα για πιάνο.


2.    Δεύτερη περίοδος

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του, ο Beethoven έχει αναγνωριστεί σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη ως συνθέτης και πιανίστας. Παράλληλα αναπτύσσει ένα περισσότερο προσωπικό ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως "ηρωικό". Η περίοδος αυτή ξεκινά με την 3η Συμφωνία (ή Ηρωική Συμφωνία), η οποία είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις για τα πρότυπα της εποχής και χαρακτηρίζεται από αρκετές παρεκτροπές από την κλασική δομή των συμφωνιών. Το δεύτερο μέρος (Πένθιμο Εμβατήριο) έχει εμβατηριακό χαρακτήρα και θεωρείται αναφορά στην Γαλλική Επανάσταση. Αφιερώθηκε αρχικά στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.                                                              
                       Η Συμφωνία Νο.5                                                            
Την ίδια περίοδο ο Beethoven συνθέτει και την μοναδική του όπερα Fidelio. Κεντρικός χαρακτήρας της είναι η Λεονόρα, η οποία μεταμφιεσμένη σε άνδρα σώζει τον σύζυγο της από τη φυλακή. Η όπερα παραπέμπει επίσης στην Γαλλική Επανάσταση, με την Λεονόρα να ενσαρκώνει τα ιδανικά της. Η πρώτη παράσταση της όπερας δόθηκε το 1805 αλλά ακολούθησαν άλλες δύο εκδοχές της, το 1806 και το 1814.

Την περίοδο 1806 - 1808, ο Beethoven ολοκλήρωσε την 4η, την 5η και την 6η Συμφωνία (ή Ποιμενική), ενώ το 1812 γράφτηκε η 7η και η 8η Συμφωνία. Στην δεύτερη περίοδο του Beethoven ανήκουν ακόμα τα τρία τελευταία κοντσέρτα για πιάνο, το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί, πέντε κουαρτέτα εγχόρδων (7-11) και έξι επιπλέον σονάτες για πιάνο στις οποίες περιλαμβάνεται η σονάτα Waldstein και η Appasionata.


3.    Τρίτη περίοδος 

                                                                                                Ωδή στη Χαρά (Συμφωνία Νο.9)
Το 1816, το προχωρημένο στάδιο απώλειας ακοής του Beethoven, αναγκάζει τον συνθέτη να αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι συνθέσεις αυτής της περιόδου είναι μεγαλοπρεπείς, με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, ενώ η δομή τους θεωρείται γενικά πιο αφηρημένη και ασαφής. Στα τελευταία έργα του, ο Beethoven χρησιμοποίησε επίσης πολύ συχνά το στοιχείο των παραλλαγών. Οι παραλλαγές Diabelli θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα αυτού του είδους και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για αρκετά έργα της ρομαντικής περιόδου. Η τρίτη δημιουργική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση της 9ης Συμφωνίας, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια τον Μάιο του 1824. Αναφέρεται πως ο Beethoven, που φαινομενικά διηύθυνε το έργο, δεν ήταν σε θέση να ακούσει τα χειροκροτήματα του πλήθους και χρειάστηκε να τον στρέψει προς το κοινό για υπόκλιση μία από τις σολίστ. Στην ένατη συμφωνία υπάρχει ένα στοιχείο καινοτομίας που είναι η χρήση χορωδίας και τεσσάρων μονωδών στην μελοποίηση του ποιήματος Ωδή στη Χαρά του Shiller. Θεωρείται ως σήμερα ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής αν και, σε ορισμένα σημεία, ο συνθέτης έχει (πιθανόν λόγω της κώφωσής του) γράψει για ορισμένα όργανα (όπως το κόρνο) νότες που δεν τις διαθέτουν. Άλλα έργα που ανήκουν στην τελευταία περίοδο δημιουργίας του Beethoven είναι τα τελευταία έξι κουαρτέτα εγχόρδων, οι τελευταίες έξι σονάτες για πιάνο καθώς και η Missa Solemnis (Επίσημη Λειτουργία), έργο θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής.



Πηγές:


http://www.lucare.com/immortal/demeanor.html (Τελευταία επίσκεψη 12/1/2012)


http://www.wikipedia.org/ (Τελευταία επίσκεψη 3/1/2012)


Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ Α.Ε., 2002-2005,Τόμος 19, σελ.679-681.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Wolfgang Amadeus Mozart


Ο Wolfgang Amadeus Mozart,γεννήθηκε στις 27-1-1756 στο Salzburg, και πέθανε στις 5-12-1791 στη Βιέννη,  ενώ είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες μουσικής που παρουσιάστηκαν στην ιστορία αυτής της τέχνης.

Η οικογένεια του Mozart:

O Mozart,με την αδερφή του Nannerl, τον πατέρα του
 και  στον πίνακα η νεκρή μετέρα του.

Οι γονείς του ήταν ο Johann Georg Leopold Mozart και η Anna Maria Walburga Pertl. Ο πατέρας του (1719-1787) ήταν από το Άουγκσμπουργκ. Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Salzburg, μέτριος συνθέτης και έμπειρος δάσκαλος. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μοzart, ο πατέρας του εξέδωσε ένα εγχειρίδιο για βιολί υπό τον τίτλο: «Versuch einer gründlichen Violinschule», το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Σε αντίθεση με τις συνθέσεις του, το εγχειρίδιο είχε διεθνή απήχηση και μεταφράστηκε στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα.
Το μόνο από τα αδέλφια του που επέζησε της παιδικής του ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, Maria Anna (1751-1829), η οποία είχε το ψευδώνυμο «Nannerl». Υπήρξε και εκείνη μουσικός, ενώ βέβαιη θεωρείται η συμβολή της στο να εμπνεύσει στον αδελφό της το ενδιαφέρον για τη μουσική.



Τα πρώτα βήματα του Mozart στη μουσική:

Όταν ο Mozart ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας  του άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο. Στην ηλικία των πέντε ετών, συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα, ο οποίος τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, Κ. 1-5, καταγράφηκαν στο μουσικό βιβλίο Nannerl Notenbuch. Οι δεξιότητες του νεαρού Mozart υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με φαινομενική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς προετοιμασία. Ο πατέρας του Μozart  ήταν ένας αφοσιωμένος δάσκαλος για τα παιδιά του, ενδεχομένως σε υπερβολικό βαθμό, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Μozart συνήθιζε προχωράει παραπέρα από ό,τι του δίδασκε ο πατέρας του. Η πρώτη σύνθεση, γεμάτη μουντζούρες από μελάνι, και οι πρώτες του προσπάθειες με το βιολί αποτέλεσαν δική του πρωτοβουλία και εξέπληξαν τον πατέρα του. Ήδη σε ηλικία έξι ετών, κατέγραφε ο ίδιος τις συνθέσεις του. Ο πατέρας το Μότσαρτ εγκατέλειψε τελικά τη σύνθεση όταν έγιναν εμφανή τα μουσικά ταλέντα του γιου του. Στα πρώτα του χρόνια, ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του ξένες γλώσσες και άλλα μαθήματα.



Οι πρώτες περιοδίες του Mozart:

Για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1761, στο πανεπιστήμιο του Salzburg, ο μικρός Mozart παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του, Maria Anna, σαν ένα «παιδί θαύμα». Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ένα νεώτερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Passau και Linz στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, ανακοινώνοντας μάλιστα πως θα παντρευόταν την αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέτα, μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας. Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κοστούμι, με το οποίο αποθανατίστηκε στο διπλανό πίνακα.
Ταξιδεύοντας για το Παρίσι, επισκέφτηκε για συναυλίες τη Φρανκφούρτη, το Μάιντζ, το Άαχεν και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, φθάνοντας τελικά στη γαλλική πρωτεύουσα στις 18 Νοεμβρίου 1763. Από την αλληλογραφία του Leopold Mozart  πληροφορούμαστε για την επιτυχία του ταξιδιού στο Παρίσι, την εγκάρδια υποδοχή της βασίλισσας και τη γνωριμία με τους συνθέτες Johann Schobert και Johann Gottfried Eckard. Επόμενος σταθμός υπήρξε το Λονδίνο, όπου έφτασε στις 23 Απριλίου 1764 και παρέμεινε για δεκαπέντε μήνες. Εκεί, υποδέχτηκε τα δύο «παιδιά θαύματα» ο Γεώργιος Γ' πληρώνοντας για την επίσκεψή τους το ποσό των 24 γουινέων. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Mozart με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Johann Christian Bach, ένας από τους γιους του μεγάλου Johann Sebastian Bach, o οποίος και επηρέασε σημαντικά τον Mozart στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Mozart ενώ κατά την αναχώρησή του από το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1765, παρουσίασε το χειρόγραφο ενός χορωδιακού κομματιού σε τέσσερα μέρη (Κ. 20) στο Βρετανικό Μουσείο. Ακολούθησαν συναυλίες στη Χάγη το Σεπτέμβριο του 1765, ξανά στο Παρίσι το Μάιο του 1766 όπου παρέμεινε για δύο μήνες και αργότερα στη Λιόν, τη Γενεύη καταλήγοντας στο Μόναχο.


Οι περιοδίες του Mozart στην Ιταλία :

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Salzburg, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Mozart για την Ιταλία. Ο νεαρός Mozart ήταν ήδη από τον Οκτώβριο του 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Salzburg. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής: Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής. Ο Mozart συνάντησε σ' αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Teatro Regio Ducale του Μιλάνου η όπερα Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Mozart είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκίνησε πάλι από το Salzburg για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771.


Ο Mozart στο Salzburg:
Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιου από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο επίσκοπος- πρίγκιπας του Salzburg, Sigismund von Schrattenbach. Ο νέος εργοδότης της οικογένειαςMozart, Hieronymus Graf Colloredo, για του οποίου την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο "Il sogno di Scipione",δεν ήταν ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Schrattenbach, αλλά εκπρόσωπος του διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του γιοζεφινισμού (από το όνομα του αυτοκράτορα Josef (Ιωσήφ)).
Η επόμενη παραμονή του Mozart στο Salzburg διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο την συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Joseph Haydn στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Mozart (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Salzburg.

Ένα νεώτερο ταξίδι του Mozart στο Παρίσι (Σεπτ. 1777 μέχρι Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός σκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στοSalzburg, μετά από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Mozart δεν είχε σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα "Idomeneo" (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν o Mozart στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση-απόλυσή του.



Ο Μozart στη Βιέννη:

Η σύζυγος του Mozart: Konstanze Weber.
Το ξεκίνημα του Mozart στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σ' ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εδώ είναι το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και μπορεί να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Mozart άρχισε να συνθέτει μανιωδώς - περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε σαν διοργανωτής συναυλιών, σαν βιρτουόζος πιανίστας αλλά και σαν μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες) σαν μαέστρος σαν σημαντικός συνθέτης. 'Ενα σημαντικό βήμα του Mozart για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απετέλεσε η επιτυχία του με την όπερα "Η απαγωγή από το σεράι" τον Ιούλιο του 1782. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Konstanze Weber, νεώτερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Aloysia. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της συγκρούσεως του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 συνέθετε ο Mozart κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Joseph Haydn). Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Mozart βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιενέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.                                              
                                                                                                       The Marriage of Figaro.
Η συνεργασία του Mozart με τον Lorenzo da Ponte, περίπου από το 1784/85, μετατοπίζει το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του μεγάλου συνθέτη προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν πολύ παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Mozart, δεδομένου ότι ο da Ponte απάντησε στον αυτοκράτορα Ιωσήφ, όταν ρωτήθηκε πόσα σενάρια για όπερες είχε γράψει μέχρι τότε, αποστομωτικά: "Κανένα,Μεγαλειότατε!".Το 1785/86 ανέβηκε η όπερα"Οι γάμοι του Φίγκαρο" (The Marriage of Figaro) , το 1787 "Ο Don Giovanni". Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Mozart ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε παρακμή. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του da Ponte δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.

Τα τελευταία χρόνια του Mozart:
Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Mozart(1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Mozart ως συνοδός του πρίγκιπα Lichnowsky, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις 3 όπερες του ντα Πόντε, Cosi fan tutte (=Έτσι κάνουν όλες). Με την τιμητική ανάθεση της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του Λεοπόλδου του Β', βρήκε ευκαιρία να συνδέσει ο Mozart την παραδοσιακή όπερα του μπαρόκ με τα σύγχρονα ρεύματα - μία προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte), που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.
                            Requiem
Ο Mozart ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου προέκυψε μία δραματική επιδείνωση, η οποία και τον οδήγησε στο θάνατο. Το Ρέκβιεμ (Requiem), μία παραγγελία του κόμητα Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Konstanze ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο F. X. Suessmayer. Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.

Οι γιοι του Mozart:
 Karl και Wolfgang.
Ο Mozart άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: τον Karl Thomas Mozart (1784-1858), ο οποίος όρισε το Mozarteum του Salzburg ως γενικό κληρονόμο του, και τον  Franz Xaver Wolfgang Mozart (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς. Ο μεγάλος συνθέτης W. Α. Mozart κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του Δήμου) και ετάφη σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Άγιου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.


Οι μουσικές ικανότητες του Mozart:

'Ηδη στην παιδική του ηλικία έδειξε ο Mozart ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, ένα από τους καλύτερους παιδαγωγούς μουσικής της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δρατηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα να έχει ο Mozart διαρκώς ορισμένα προβλήματα π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Joseph Haydn και το φιλόμουσο ευγενή G. van Swieten, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Friedrich Haendel, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις. 'Οπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, συνέθετε ο Mozart τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη όμως ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία "από το μυαλό", αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.